θρυμμάτισμα

θρυμμάτισμα
το
[θρυμματίζω]
ο θρυμματισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρυμμάτισμα — το, ατος σπάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • κατακερματισμός — ο (AM κατακερματισμός) [κατακερματίζω] διαίρεση σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακομμάτιασμα νεοελλ. 1. κατασυντριβή, θρυμματισμός, θρυμμάτισμα 2. φρ. «νομισματικός κατακερματισμός» η αλλαγή τών χρημάτων σε μικρά νομίσματα …   Dictionary of Greek

  • κοπάνισμα — το [κοπανίζω] 1. κονιοποίηση σε γουδί, θρυμμάτισμα 2. έντονη επίπληξη, κατσάδα …   Dictionary of Greek

  • μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… …   Dictionary of Greek

  • περιρραγή — ἡ, Α διάρρηξη, θρυμμάτισμα, σπάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρραγή (< θ. ραγ τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ ρράγ ην), πρβλ. δια ρραγή, κατα ρραγή] …   Dictionary of Greek

  • σύνθλαση — η, Ν θρυμμάτισμα που οφείλεται σε σύνθλιψη ή σε σύγκρουση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύνθλασις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • συντριβή — η 1. θρυμμάτισμα. 2. καταστροφή, ήττα: Πέτυχαν τη συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. – Η ομάδα μας έπαθε συντριβή σ αυτόν τον αγώνα. 3. υπερβολική θλίψη, κυρίως από τη συναίσθηση κάποιας κακής πράξης: Με συντριβή καρδιάς ζήτησε συχώρεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”